- μάπας
- ο(λ. λατ.) (ειρων.), βλάκας, ανόητος, χαζός: Δεν μπορώ να συζητήσω με αυτόν το μάπα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μάπας — ο [μάπα] αφελής, ανόητος, βλάκας … Dictionary of Greek
χάχας — ο, Ν 1. αυτός που χάσκει, που μένει με το στόμα ανοιχτό 2. (κατ επέκτ.) α) ανόητος, μάπας β) αυτός που γελά χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος, που χαχανίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο τού γέλιου χα χα] … Dictionary of Greek